ἡμεροδανειστής

ἡμεροδανειστής
ἡμερο-δᾰνειστής, οῦ, ,
A one who lends on daily interest, D.L.6.99, 100.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ημεροδανειστής — ο (Α ἡμεροδανειστής) αυτός που παρέχει δάνεια με ημερήσιο τόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δανειστής (< δανείζω)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμεροδανειστήν — ἡμεροδανειστής one who lends on daily interest masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”